Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άλασπος — η, ο ο αλάσπωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λάσπη. ΠΑΡ. νεοελλ. αλασπιά] … Dictionary of Greek
αλασπιά — η [άλασπος] έλλειψη λάσπης … Dictionary of Greek